effective | |
gen. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
comp., MS | αποτελεσματικός |
solar array | |
IT | ηλιακός πίνακας |
area | |
gen. | περιφέρεια |
chem. | εμβαδόν κορυφής |
comp., MS | περιοχή |
IT | περιοχή σχήματος |
med. | έκταση; περιοχή |
met. construct. | εμβαδόν; επιφάνεια; περιοχή επιφάνειας |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective : 434 phrases in 37 subjects |