effective | |
gen. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
comp., MS | αποτελεσματικός |
instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective : 434 phrases in 37 subjects |