effective | |
gen. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
comp., MS | αποτελεσματικός |
input | |
agric. industr. | εισερχόμενο; λίπασμα |
econ. commer. | επιβαρύνσεις παραγωγής; έξοδα παραγωγής |
el. | είσοδος |
fin. | συντελεστής παραγωγής |
IT tech. | Είσοδος |
mech.eng. el. | απορροφούμενη ισχύς |
noise bandwidth | |
commun. IT | ζωνικό εύρος θορύβου |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective : 434 phrases in 37 subjects |