echo ranging | |
commun. | μέτρηση απόστασης με ηχώ |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
μέτρηση απόστασης με ηχώ |
echo-ranging : 11 phrases in 5 subjects |
Agriculture | 1 |
Communications | 6 |
Earth sciences | 2 |
Electronics | 1 |
Fish farming pisciculture | 1 |