dynamic balancing | |
mech.eng. construct. | δυναμική ζυγοστάθμιση |
machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
| |||
δυναμική ζυγοστάθμιση |
dynamic balancing : 1 phrase in 1 subject |
Industry | 1 |