dust | |
chem. | σκόνη από πρεσάρισμα |
econ. | σκόνη |
environ. | κονιορτός; σκόνη/κονιορτός |
dusting | |
agric. | πνευματικό σκόνισμα |
construct. | διασπορά λιθόσκονης |
industr. construct. | επίπαση; επικονίωση |
mun.plan. | ξεσκόνισμα |
sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
σκόνη από πρεσάρισμα | |||
σκόνη | |||
σκόνη/κονιορτός | |||
| |||
κονιορτός m | |||
| |||
πνευματικό σκόνισμα | |||
διασπορά λιθόσκονης | |||
επίπαση; επικονίωση | |||
ξεσκόνισμα | |||
ξεχνούδιασμα; χνούδιασμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
Dual-Use Science and Technology (Army program) | |||
duststorm | |||
| |||
duststorm | |||
digital ultrasonic scanning tool |
dust : 358 phrases in 25 subjects |