duration | |
comp., MS | διάρκεια |
econ. fin. | "διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας |
energ.ind. | διάρκεια δράσεως ανέμου; χρóνος δράσεως ανέμου |
fin. | διάρκεια |
of | |
gen. | από |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
διάρκεια f (A value, in seconds, that indicates the amount of time an animated object remains active or displayed) | |||
"διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας | |||
διάρκεια δράσεως ανέμου; χρóνος δράσεως ανέμου | |||
διάρκεια f | |||
διάρκεια ζωής | |||
English thesaurus | |||
| |||
dura | |||
dur; durn | |||
| |||
D |
duration : 184 phrases in 34 subjects |