dual | |
gen. | διττή; διττό; διττός |
port | |
gen. | οδηγός εισόδου ηλεκτροδίου |
commun. | θύρα πρόσβασης |
earth.sc. mech.eng. | στόμιο |
el. | θύρα; ζεύγος ακροδεκτών |
food.ind. | κρασί Πορτό |
industr. construct. met. | δίοδος καυστήρος; πόρτα |
transp. nautic. construct. | λιμένας |
transp. nautic. fish.farm. | αριστερή πλευρά του πλοίου |
buffer memory | |
IT tech. | μνήμη εξισωτικού ταμιευτή; Ενδιάμεσος καταχωρητής; αντιμνήμη; ενδιάμεση μνήμη |
manager | |
busin. labor.org. | υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | διοικητικό στέλεχος; διευθυντής μιας επιχείρησης |
lab.law. | προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων |
| |||
διττή; διττό; διττός | |||
English thesaurus | |||
| |||
dual active device layer | |||
dynamic universal assembly language | |||
dually completed | |||
Distributed Update Algorithm |
dual : 349 phrases in 35 subjects |