dual | |
gen. | διττή; διττό; διττός |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
διττή; διττό; διττός | |||
English thesaurus | |||
| |||
dual active device layer | |||
dynamic universal assembly language | |||
dually completed | |||
Distributed Update Algorithm |
dual : 349 phrases in 35 subjects |