drum | |
commun. | τύμπανο |
cultur. | κάσα; μεγαλοτύμπανο |
fish.farm. | τύμπανο βιντσιού |
industr. construct. met. | οπή καυστήρα; τύμπανο ινοποίησης |
mater.sc. | μικρό βαρέλι |
mech.eng. | τροχαλία-τύμπανο |
transp. nautic. | βαρούλκο |
drums | |
environ. nat.res. fish.farm. | σιαινίδες |
Type | |
comp., MS | Τύπος |
type | |
comp., MS | οικογένεια; πληκτρολογώ |
med. | τύπος |
typing | |
gen. | δακτυλογράφηση |
ed. | μαθήματα δακτυλογραφίας |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
κάννη όπλου; κάννη | |||
δειγματολήπτης m; τύμπανο περιέλιξης; τύμπανο αλωνισμού; αλωνιστής m; τύμπανο ανυψωτικού μηχανήματος | |||
τύμπανο m | |||
κάσα f; μεγαλοτύμπανο | |||
τύμπανο βιντσιού; κύλινδρος βαρούλκου; κύλινδρος βιντσιού; τύμπανο βαρούλκου | |||
δοχείο | |||
οπή καυστήρα; τύμπανο ινοποίησης | |||
μαγνητικό τύμπανο | |||
μικρό βαρέλι; βαρέλι | |||
τροχαλία-τύμπανο f | |||
τυμπανική μεμβράνη (membrana tympanica); τυμπανικός υμένας (membrana tympanica); τύμπανο m (membrana tympanica); τύμπανο αφτιού (membrana tympanica) | |||
βαρούλκο m | |||
| |||
σιαινίδες (Sciaenidae) | |||
μυλοκόπι (Umbrina spp.) | |||
σκιός (Sciaena spp.) | |||
| |||
τυμπανίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
information; tip-off ("I'll give you the drum") |
drum : 396 phrases in 27 subjects |