driven | |
mech.eng. | κινούμενο; οδηγούμενο; χειριζόμενο |
roller | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος |
transp. | έλκυστρο; κυλινδρίσκος |
| |||
κινούμενο; οδηγούμενο; χειριζόμενο | |||
καθοδηγούμενος | |||
English thesaurus | |||
| |||
drive | |||
drvn |
driven : 309 phrases in 26 subjects |