drilling abbr. | |
gen. | διατρητικές εργασίες; εργασίες γεώτρησης |
agric. | γραμμική σπορά |
coal. | γεωτρήματα; όρυξη διατρημάτων; οπαί γεωτρήσεων |
econ. | γεώτρηση |
environ. | διάτρηση |
mater.sc. | διάτρηση |
met. mech.eng. | διάτρηση μη προδιαμορφωμένης οπής |
string abbr. | |
gen. | κλωστή; στήλη ηλεκτροδίου |
comp., MS | συμβολοσειρά |
construct. | δοκός ζεύξεως |
el. | αλυσίδα ηλιακών κυψελίδων |
industr. | σπάγγος |
industr. construct. | σπάγκος |
industr. construct. met. | λεπτή κλωστή; λεπτό νήμα |
met. el. | σύρμα για συνδέσεις |
| |||
γεωτρήματα f | |||
γεώτρηση | |||
| |||
σκόνες διάτρησης | |||
| |||
διατρητικές εργασίες; εργασίες γεώτρησης | |||
γραμμική σπορά | |||
όρυξη διατρημάτων; οπαί γεωτρήσεων | |||
γεώτρηση/διάτρηση | |||
διάτρηση | |||
διάτρηση μη προδιαμορφωμένης οπής | |||
| |||
διατρύω | |||
διανοίγω οπή; τρυπανίζω | |||
| |||
διάτρηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
one-stop milling (ssn); turning and grinding (ssn) | |||
drig |
drilling : 239 phrases in 25 subjects |