dragline | |
construct. | εκσκαφέας με κρεμαστό κάδο |
scraper | |
agric. construct. | φερόμενος ξύστης |
agric. mech.eng. | ξύστρα δίσκου |
coal. | συσκευή καθαρισμού |
construct. | ξύστρα; αποξέστης; μηχάνημα εκσκαφής και απόθεσης υλικών |
industr. | αποξέστης δρόμων; μηχανή αναμόχλευσης |
industr. construct. chem. | μαχαίρι |
mater.sc. mech.eng. | πτερύγιο |
| |||
εκσκαφέας με κρεμαστό κάδο | |||
εκσκαφέας με συρόμενο κάδο |
dragline : 3 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
Construction | 2 |