downstream | |
astronaut. transp. | Προς τα κάτω |
commun. transp. el. | κατά τη φορά της κίνησης; ομόρροπα |
comp., MS | καθοδικός |
econ. commer. | στα κατάντη |
med. | κάταντα; προς τα κάτω; καθοδικά |
oil | κατάντη δραστηριότητες |
| |||
Προς τα κάτω | |||
κατά τη φορά της κίνησης; ομόρροπα | |||
καθοδικός (Pertaining to the direction in which the signal flow is sent from the head-end station (or central office), towards the subscriber (or front-end), on a network) | |||
στα κατάντη | |||
κάταντα; προς τα κάτω; καθοδικά | |||
κατάντη δραστηριότητες | |||
προς την κατεύθυνση κυκλοφορίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
dstr. | |||
down stream (MichaelBurov) |
downstream : 47 phrases in 17 subjects |