down | |
gen. | προς τα κάτω; κάτω |
feather | |
commun. | αραιώνω κατακορύφως |
earth.sc. | πτερύγιο |
industr. construct. met. | νέφος φυσαλίδων; παραμόρφωση πλέγματος |
insur. chem. met. | κίτρινη ζώνη στην αναγωγική φλόγα; κίτρινη ζώνη στην ανθρακωτική φλόγα |
mech.eng. | να μεταβληθεί το βήμα; παράλληλη σφήνα στερεωμένη με κοχλία |
med. | φτερό; πούπουλο |
| |||
προς τα κάτω; κάτω f | |||
πούπουλα n |
down : 676 phrases in 49 subjects |