distributor abbr. | |
agric. | διασπαρτικό σύστημα |
commun. | κατανεμητής |
comp., MS | διανομέας |
econ. | εμπορικός διανομέας |
IT | Διανομέας |
mater.sc. el. | επιχείρηση διανομής |
mech.eng. | ψεκαστήρας; συσκευή ψεκασμού |
mech.eng. el. | ντιστριμπιτέρ |
met. mech.eng. | μηχανικός τροφοδότης |
basic abbr. | |
gen. | βασική; βασικό |
med. | βασικός; θεμελιώδης; αλκαλικός; στοιχειώδης |
penetration abbr. | |
IT dat.proc. | παρείσδυση |
med. | διείσδυση; εισχώρηση; διαπεραστικότης; διείσδυσις; είσδυση |
met. | διείσδυση στη ρίζα της ραφής |
phys.sc. | βάθος διείσδυσης |
commitment abbr. | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
| |||
διασπαρτικό σύστημα | |||
κατανεμητής m; ικρίωμα κατανεμητή | |||
διανομέας f (A database instance that acts as a store for replication-specific data associated with one or more Publishers) | |||
εμπορικός διανομέας | |||
Διανομέας f | |||
επιχείρηση διανομής | |||
ψεκαστήρας f; συσκευή ψεκασμού | |||
ντιστριμπιτέρ m | |||
μηχανικός τροφοδότης | |||
διανομέας f | |||
English thesaurus | |||
| |||
disty (spielbrecher) | |||
DISTR/Dist's | |||
The organization responsible for coordinating the distribution of the finished movie to exhibitors, as well as the sale of videos, laserdiscs, and other media versions of movies. | |||
dist |
distributor : 189 phrases in 25 subjects |