distribute | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
plan | |
econ. | χάρτης |
planning | |
construct. | χρονικό πρόγραμμα; χωροταξία; χωροταξικός σχεδιασμός; σχεδιασμός; περιβαλλοντικός σχεδιασμός |
econ. | κεντρικά κατευθυνόμενη |
environ. | σχεδιασμός; προγραμματισμός; σχεδιασμός/προγραμματισμός |
| |||
διανέμω; κατανέμω; μοιράζω | |||
| |||
διανέμω (To allocate among locations or facilities, as in a data-processing function that is performed by a collection of computers and other devices linked together by a network) | |||
διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους | |||
| |||
κατανεμημένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
dist. | |||
dis |
distributed : 177 phrases in 28 subjects |