distribute | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
joint | |
el. | εξάρτημα σύνδεσης; κν.ρακόρ |
industr. construct. | ένωση |
life.sc. el. | σÙνδεσμος στεγανοποíησης |
med. | αρθρώνω άρθρωσα; συναρμόζω συνάρμοσα; συναρμοσμένος; σημείο συνένωσης; κόμβος; κλείδωση |
| |||
διανέμω; κατανέμω; μοιράζω | |||
| |||
διανέμω (To allocate among locations or facilities, as in a data-processing function that is performed by a collection of computers and other devices linked together by a network) | |||
διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους | |||
| |||
κατανεμημένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
dist. | |||
dis |
distributed : 176 phrases in 28 subjects |