discrete | |
med. | διακεκριμένος |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete : 74 phrases in 15 subjects |