discrete abbr. | |
med. | διακεκριμένος |
sensor abbr. | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete : 74 phrases in 15 subjects |