discrete | |
med. | διακεκριμένος |
representation | |
environ. | αντιπροσωπία |
IT | παράσταση; αναπαράσταση |
law environ. | εκπροσώπηση/αντιπροσώπευση/αντιπροσωπία |
law stat. social.sc. | αντιπροσώπευση |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete : 74 phrases in 15 subjects |