discrete | |
med. | διακεκριμένος |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete : 74 phrases in 15 subjects |