discrete | |
med. | διακεκριμένος |
beacon | |
gen. | ορόσημα |
agric. | σηματοδοτώ; τοποθετώ αλεώριο; τοποθετώ υφαλοδείκτη |
commun. | ραδιοφάρος |
earth.sc. transp. nautic. | αλεώριο; σημαντήρας |
lab.law. | φωτιστικό δαπέδου |
transp. | αλέθριον; δέσμη |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
διακεκριμένος | |||
ασυνεχής,διακριτός |
discrete : 74 phrases in 15 subjects |