disc | |
agric. | ψεκάζω |
agric. mech.eng. | σφαιρικός τομέας; δίσκος αρότρου; καμπυλωτός δίσκος; κοίλος δίσκος |
comp., MS | δισκέτα |
el. | δίσκος |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
σφαιρικός τομέας; δίσκος αρότρου; καμπυλωτός δίσκος; κοίλος δίσκος | |||
δισκέτα n (A round, flat piece of nonmagnetic, shiny metal encased in a plastic coating, designed to be read from and written to by optical (laser) technology) | |||
δίσκος m | |||
| |||
ψεκάζω | |||
| |||
ψεκασμός με δίσκο; καλλιέργεια με δίσκους; καλλιέργεια με δισκάροτρα | |||
English thesaurus | |||
| |||
disk | |||
discount | |||
| |||
Domestic International Sales Corporation |