directional | |
IT el. | κατευθυντικός |
split | |
fin. | μερισμός μετοχής |
forestr. | ραγάδα; ρωγμή ξύλου |
industr. construct. | κρούστα; αγανίλα; σουβλί |
industr. construct. met. | ρωγμή |
med. | κόβω έκοψα; κομμένος; διακόπτω διέκοψα |
| |||
κατευθυντικός |
directional : 164 phrases in 22 subjects |