direct underwrite | |
fin. | αναλαμβάνω δεσμευτικά την έκδοση |
commitment | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
| |||
ανάληψη της έκδοσης; δεσμευτική ανάληψη; δεσμευτική κάλυψη | |||
| |||
αναλαμβάνω δεσμευτικά την έκδοση |
direct underwriting : 4 phrases in 1 subject |
Finances | 4 |