dimension | |
gen. | μέγεθος |
comp., MS | διάσταση |
construct. | διαστασιοποιώ |
scient. | διάσταση |
tech. mater.sc. | διαστασιολογώ |
dimensioning | |
el. construct. | διαστασιοποίηση |
transp. construct. | διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων |
from | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
specification | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
| |||
μέγεθος n | |||
διάσταση f (A structural attribute of a cube that organizes data into levels. For example, a Geography dimension might include the members Country, Region, State or Province, and City) | |||
διάσταση f | |||
| |||
διαστασιοποιώ f | |||
διαστασιολογώ f | |||
| |||
διαστάσεις f | |||
| |||
διαστασιοποίηση | |||
διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
dmn | |||
dim | |||
The principle dimensions of the measuring equipment | |||
dimen |
dimensions : 150 phrases in 32 subjects |