dimension | |
gen. | μέγεθος |
comp., MS | διάσταση |
construct. | διαστασιοποιώ |
scient. | διάσταση |
tech. mater.sc. | διαστασιολογώ |
dimensioning | |
el. construct. | διαστασιοποίηση |
transp. construct. | διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
μέγεθος n | |||
διάσταση f (A structural attribute of a cube that organizes data into levels. For example, a Geography dimension might include the members Country, Region, State or Province, and City) | |||
διάσταση f | |||
| |||
διαστασιοποιώ f | |||
διαστασιολογώ f | |||
| |||
διαστάσεις f | |||
| |||
διαστασιοποίηση | |||
διαπίστωση διαστάσεων; υπολογισμός διαστάσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
dmn | |||
dim | |||
The principle dimensions of the measuring equipment | |||
dimen |
dimension : 136 phrases in 32 subjects |