diffusivity | |
gen. | ικανότης διαχύσεως |
chem. | διαχυτότητα |
chem. el. | συντελεστής διαχύσεως; σταθερά διάχυσης |
med. | συντελεστής διάχυσης; ικανότητα διάχυσης |
modulation | |
commun. | τηλεγραφική διαμόρφωση |
diffusivity : 15 phrases in 2 subjects |
Earth sciences | 5 |
Electronics | 10 |