diffuse source abbr. | |
environ. | πηγή διάχυσης; διάχυτη πηγή; πηγή διάχυσης |
input abbr. | |
agric. industr. | εισερχόμενο; λίπασμα |
econ. commer. | επιβαρύνσεις παραγωγής; έξοδα παραγωγής |
el. | είσοδος |
fin. | συντελεστής παραγωγής |
IT tech. | Είσοδος |
mech.eng. el. | απορροφούμενη ισχύς |
| |||
διάχυτη πηγή; πηγή διάχυσης | |||
| |||
πηγή διάχυσης |
diffuse source : 6 phrases in 1 subject |
Environment | 6 |