differential | |
gen. | Διαφορικός |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
insur. | διαφορά |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
equalize | |
tech. | λειαίνω |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
over | |
gen. | επί; πάνω από |
commun. transp. avia. | ακούει |
overs | |
chem. | υπόλειμμα κοσκινίσματος |
load | |
agric. industr. construct. | φορτίον ξηράνσεως |
agric. tech. | φορτίον |
commun. IT | πυκνότητα κίνησης |
econ. | φόρτωση |
el. | φορτίο πομπού; ηλεκτρικό φορτίο |
fin. | προμήθεια αγοράς μεριδίου |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
IT el. | φορτώνω |
life.sc. construct. | ολικόν φορτίον |
valve | |
gen. | Ρυθμιστής πίεσης; βαλβίδα,δικλείδα |
agric. | βάνα; δικλείδα; επιστόμιο |
earth.sc. mech.eng. | επαγώγιμο,βαλβίδα,εφαρμογή |
mech.eng. | βαλβίδα αεροθαλάμου; κλαπέτο |
med. | βαλβίδα |
nat.sc. | βαλβίδα |
| |||
Διαφορικός m | |||
διαφορική φάση κοπ ής στάγματος | |||
διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος | |||
ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς | |||
διαφορικό m | |||
| |||
διαφορά μεταξύ των δεκαετών και δωδεκαετών χρηματοδοτικών επιλογών | |||
English thesaurus | |||
| |||
diff |
differential : 368 phrases in 34 subjects |