diallyl phthalate | |
chem. | φθαλικό διαλλύλιο |
encapsulation | |
chem. | Συσκευασία σε καψούλες; στεγανός εγκλωβισμός |
el. | εγκλεισμός; ενθήκευση |
environ. | ενθυλάκωση; εγκλεισμός; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενδοεδαφικός εγκιβωτισμός |
| |||
φθαλικό διαλλύλιο |
diallyl-phthalate : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |