deviation | |
mater.sc. | διαφορά |
math. | αποκλίνουν |
med. | εκτροπή; απόκλιση |
social.sc. | παρέκκλιση |
stat. | συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις |
stat. fin. | διακύμανση |
transp. | διαδρομή με παράκαμψη |
| |||
διαφορά f | |||
αποκλίνουν m | |||
απόκλιση | |||
παρέκκλιση | |||
συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις m | |||
διακύμανση | |||
διαδρομή με παράκαμψη | |||
έκπτωση | |||
| |||
εκτροπή | |||
English thesaurus | |||
| |||
A departure from a current clearance, such as an off-course manoeuvre, to avoid weather or turbulence; The angular difference between magnetic and compass headings | |||
dev |
deviation : 251 phrases in 27 subjects |