|
[dɪ'veləpə] n | |
|
gen. |
παράγοντας ανάπτυξης |
commun., IT |
αναπτύσσων f; σχεδιαστής m |
comp., MS |
προγραμματιστής f (An individual who designs and develops software) |
construct., mun.plan. |
εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. |
εμφανιστής m; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
econ. |
αναπτυξιακός φορέας |
polit., environ., construct. |
κύριος του έργου |
|
English thesaurus |
|
|
tech., abbr. |
dev |