determination | |
gen. | αποφασιστικότητα |
chem. | ποσοτική ανάλυση; ποσοτικός προσδιορισμός |
of | |
gen. | από |
asylum application | |
h.rghts.act. immigr. | αίτηση ασύλου |
| |||
αποφασιστικότητα f | |||
ποσοτική ανάλυση; ποσοτικός προσδιορισμός | |||
προσδιορισμός m; καθορισμός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
detmn; detn | |||
deter |
determination : 291 phrases in 34 subjects |