design abbr. | |
construct. | σχεδίαση |
earth.sc. el. | υπολογισμός; υπολογισμός σχεδίασης |
el. construct. | έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός |
environ. | σχέδιο |
Parametered abbr. | |
gen. | Παραμετρική |
parameter abbr. | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
σχεδίαση | |||
υπολογισμός m; υπολογισμός σχεδίασης | |||
βιομηχανικός σχεδιασμός | |||
έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός m | |||
σχέδιo | |||
παράσταση | |||
σχεδιασμός προϊόντος | |||
σχέδιο ή υπόδειγμα; κατασκευή m | |||
| |||
γραφικό σχέδιο | |||
| |||
σχεδιάζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
The design of the measuring equipment, e.g. compact instrument, 19" plug-in card etc | |||
des; dsgn | |||
| |||
designate | |||
Designator (U.S. Navy) |
design : 699 phrases in 44 subjects |