dependent | |
gen. | εξαρτημένη; εξαρτημένο; εξαρτημένος |
comp., MS | εξαρτώμενo |
order | |
construct. | ρυθμός |
earth.sc. transp. | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη; τάξη |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
IT tech. | σχηματίζω ακολουθία; εντολή |
law | διάταξη; διοικητική εντολή |
nat.sc. | τάξις |
calculation | |
environ. | υπολογισμός; υπολογισμός |
| |||
εξαρτώμενo (A cell that contains a formula that refers to another cell. For example, if cell D10 contains the formula =B5, cell D10 is a dependent of cell B5) | |||
προστατευόμενο μέλος | |||
| |||
εξαρτημένη; εξαρτημένο; εξαρτημένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
dep; depn |
dependent : 249 phrases in 34 subjects |