demand | |
construct. | ζήτησις |
el. | ζήτηση ισχύος; φορτίο |
environ. | αξίωση; απαίτηση; ζήτηση; απαίτηση |
tech. law el. | ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας |
Dialing | |
comp., MS | Γίνεται κλήση, Κλήση |
dial | |
comp., MS | στρογγυλό ρυθμιστικό |
earth.sc. tech. | διάταξη επιλογής; επιλέγω; επιλογή; καντράν |
industr. construct. | πλάκα |
stat. commun. scient. | δίσκος επιλογής; επιλογικός δίσκος |
dialing | |
commun. | κλήση |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
απαιτώ | |||
ζήτησις f | |||
ζήτηση ισχύος; φορτίο n | |||
αξίωση f; απαίτηση f; ζήτηση f | |||
ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας | |||
| |||
απαίτηση θερμού ή ψυχρού; ζήτηση θερμού ή ψυχρού | |||
| |||
απαίτηση f | |||
| |||
αξιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
dem; dmd |
demand : 388 phrases in 33 subjects |