demand abbr. | |
construct. | ζήτησις |
el. | ζήτηση ισχύος; φορτίο |
environ. | αξίωση; απαίτηση; ζήτηση; απαίτηση |
tech. law el. | ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας |
assign abbr. | |
gen. | αναθέτω |
comp., MS | αντιστοιχίζω; ανάθεση |
fin. | εκχωρώ; μεταβιβάζω |
multiple access abbr. | |
commun. IT | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
| |||
απαιτώ | |||
ζήτησις m | |||
ζήτηση ισχύος; φορτίο m | |||
αξίωση; απαίτηση; ζήτηση | |||
ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας | |||
| |||
απαίτηση θερμού ή ψυχρού; ζήτηση θερμού ή ψυχρού | |||
| |||
απαίτηση | |||
| |||
αξιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
dem; dmd |
demand : 389 phrases in 34 subjects |