demand | |
construct. | ζήτησις |
el. | ζήτηση ισχύος; φορτίο |
environ. | αξίωση; απαίτηση; ζήτηση; απαίτηση |
tech. law el. | ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας |
pull | |
gen. | τραβώ |
comp., MS | έλκω |
industr. construct. | απόσπαση; εξαγωγή |
pulling | |
agric. | υψηλόν κέντημα |
commun. | τύπωμα |
forestr. | βυθοκαθαρισμός |
industr. construct. | αφαίρεση των χοντρών τριχών; άνοιγμα; αποψίλωση |
inflation | |
econ. | πληθωρισμός; διάβρωση της αξίας του νομίσματος' σταδιακή υποτίμηση' απώλεια της αγοραστικής αξίας του νομίσματος |
econ. fin. | διάβρωση της αξίας του νομίσματος |
econ. stat. | πληθωρισμός τιμών |
| |||
απαιτώ | |||
ζήτησις m | |||
ζήτηση ισχύος; φορτίο m | |||
αξίωση; απαίτηση; ζήτηση | |||
ζήτηση ηλεκτρισμού; ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας | |||
| |||
απαίτηση θερμού ή ψυχρού; ζήτηση θερμού ή ψυχρού | |||
| |||
απαίτηση | |||
| |||
αξιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
dem; dmd |
demand : 389 phrases in 34 subjects |