delivery | |
agric. | ανεφοδιασμός; εκβολή; εκφόρτωση |
econ. | παράδοση |
fin. | έκδοση |
industr. construct. met. | λούκι στάγματος |
med. | γέννα; τοκετός |
transp. | διανομή κατά την άφιξη; μεταφορά με φορτηγό αυτοκίνητο κατά την άφιξη |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
of | |
gen. | από |
despatching | |
commun. | αποστολή |
dispatch | |
gen. | επιστολή; μήνυμα |
commun. | ταχυδρομική αποστολή |
commun. transp. | αποστέλνω; στέλνω |
transp. industr. construct. | επίσπευση; διακανονισμός αβαρίας |
dispatching | |
gen. | διανομή |
| |||
ανεφοδιασμός m; εκβολή f; εκφόρτωση f | |||
παράδοση f (A product sent to a customer) | |||
παράδοση f | |||
έκδοση f | |||
λούκι στάγματος | |||
απόδοση f | |||
απαγγελία της απόφασης | |||
τοκετός m; γέννηση f; μαιευτική επέμβαση | |||
διανομή κατά την άφιξη; μεταφορά με φορτηγό αυτοκίνητο κατά την άφιξη | |||
διανομή f | |||
| |||
παραδόσεις f | |||
| |||
γέννα | |||
English thesaurus | |||
| |||
dly (into time-charter) | |||
dly; dlvr; dy; dlvry; dlvy; dely; Operation consisting in providing supplies to units deployed in an area of operations by means of air or ground transport. (FRA); All operations aimed at placing at the disposal of users the resources they need. (FRA) | |||
del | |||
delv; dlvr |
delivery : 504 phrases in 35 subjects |