Delegation | |
gen. | Αντιπροσωπεία |
delegation | |
gen. | αντιπροσωπεία; επιτροπή |
comp., MS | ανάθεση |
environ. | εξουσιοδότηση/μεταβίβαση αρμοδιοτήτων |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
power of decision | |
econ. | εξουσία λήψεως αποφάσεων |
to | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
| |||
αντιπροσωπεία f; επιτροπή f | |||
ανάθεση f (The process of passing on the approval of a document to a substitute approver within the context of a NAV document approval process) | |||
εξουσιοδότηση/μεταβίβαση εκχώρηση αρμοδιοτήτων | |||
μεταβίβαση αρμοδιοτήτων; εξουσιοδότηση f | |||
| |||
Αντιπροσωπεία διαβούλευση με το Συμβούλιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
del | |||
of NATO member state at NATO HQ |
delegation : 107 phrases in 13 subjects |