delay | |
gen. | καθυστερώ; αργώ |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
καθυστερώ; αργώ | |||
English thesaurus | |||
| |||
del (Vosoni) |
delayed : 99 phrases in 21 subjects |