deflection | |
astronaut. transp. | Εκτροπή με φορτίο; Παρέκκλιση |
construct. | βέλος κάμψεως |
earth.sc. | απόκλισις; εκτροπή |
industr. construct. chem. | εκτροπή,παρέκκλισις,απόκλισις,κάμψις |
mater.sc. construct. | καμπτική παραμόρφωση |
mech.eng. | διαδρομή |
spring | |
gen. | αναπηδώ |
earth.sc. industr. construct. | κύρτωμα,κύρτωσις |
environ. | πηγή; φρέαρ; πηγή |
med. | αναπηδώ αναπήδησα; αναβλύζω ανέβλυσα |
med. industr. construct. | ελατήριο |
transp. | σπρινγκ |
| |||
Εκτροπή με φορτίο; Παρέκκλιση f | |||
βέλος κάμψεως | |||
απόκλισις f; εκτροπή f | |||
εκτροπή,παρέκκλισις,απόκλισις,κάμψις f | |||
καμπτική παραμόρφωση | |||
διαδρομή f | |||
απόκλιση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
df; dfl | |||
def; defl | |||
defltn |
deflection : 130 phrases in 21 subjects |