defective | |
med. | ατελής; ελαττωματικός |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
ατελής; ελαττωματικός | |||
ελαττωματική μονάδα; ελαττωματικό προϊόν | |||
English thesaurus | |||
| |||
def |
defective : 72 phrases in 16 subjects |