decomposition | |
environ. | αποσύνθεση; διάσπαση; αποσύνθεση/διάσπαση |
math. | ανάλυση |
med. | αποικοδόμηση; αποσύνθεση; διάσπαση |
into | |
gen. | μέσα σε |
block | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
| |||
αποσύνθεση/διάσπαση f | |||
ανάλυση f | |||
αποικοδόμηση f; αποσύνθεση f; διάσπαση f | |||
διάλυση f | |||
| |||
αποσύνθεση f; διάσπαση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
decomp | |||
dcmpn; decompn. |
decomposition : 64 phrases in 20 subjects |