deck stringer | |
transp. nautic. fish.farm. | έλασμα υδρορρόης; έλασμα υδρορρόης καταστρώματος; πάνω κουρζέτο |
plate | |
gen. | πιάτο; πινάκιο |
agric. | οπίσθιο μέρος στήθους |
econ. | πλατέα |
el. | πλάκα στοιχείου συσσωρευτή |
life.sc. | τρυβλίο |
mech.eng. | επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού |
med. | πέταλο |
| |||
έλασμα υδρορρόης; έλασμα υδρορρόης καταστρώματος; πάνω κουρζέτοκν. |
deck stringer : 5 phrases in 1 subject |
Transport | 5 |