decay | |
forestr. | προσβολή από μύκητες |
mater.sc. | αποσυντίθεμαι; σαπίζω |
med. | σαπίζω σάπισα; αποσαθρώνομαι αποσαθρώθηκα; αποσυνθέτω αποσυνέθεσα; αποσάθρωση; κατάπτωση; φθορά |
| |||
προσβολή από μύκητες | |||
σαπίζω σάπισα; αποσαθρώνομαι αποσαθρώθηκα; αποσυνθέτω αποσυνέθεσα; αποσάθρωση f; κατάπτωση f; φθορά f | |||
ραδιενεργός διάσπαση | |||
| |||
υποβάθμιση | |||
αποσύνθεση; σήψη; σάπισμα | |||
| |||
διασπώμαι | |||
αποσυντίθεμαι; σαπίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
decomposition | |||
d | |||
The progressive reduction in intensity or viability of a chemical, biological or radioactive agent or material with respect to time |
decay : 100 phrase in 22 subjects |