data processing abbr. | |
gen. | πληροφορική |
econ. | επεξεργασία δεδομένων |
environ. | επεξεργασία δεδομένων |
IT | επεξεργασία δεδομένων |
method abbr. | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
to abbr. | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
deal abbr. | |
gen. | συναλλάσσομαι; συμφωνία |
agric. industr. construct. | λευκό ξύλο; Πριστή ξυλεία κωνοφόρων |
comp., MS | προσφορές |
fin. | συναλλαγή |
with abbr. | |
gen. | με |
fraud abbr. | |
econ. | απάτη |
| |||
πληροφορική | |||
επεξεργασία δεδομένων | |||
ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων | |||
επεξεργασία πληρoφoριώv; επεξεργασία πληροφοριών | |||
| |||
επεξεργασία δεδομένων |
data-processing : 126 phrases in 18 subjects |