cytoplasmatic abbr. | |
med. | κυτοπλασματικός; κυτταροπλασματικός |
inheritance abbr. | |
comp., MS | μεταβίβαση |
econ. | κληρονομιά |
IT | κληροδότηση |
law | διαδοχή; κληρονομία |
| |||
κυτοπλασματικός; κυτταροπλασματικός |
cytoplasmatic : 1 phrase in 1 subject |
Health care | 1 |